- καταλαμψίφρων
- καταλαμψίφρων, ὁ (Μ)αυτός που φωτίζει τον νου, την ψυχή («ὁ καταλαμψίφρων θεός»).[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < κατα-λάμπω (πρβλ. κατάλαμψις) + -φρων (< φρήν), πρβλ. αρρενό-φρων, κραταιό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.